- πυτιναῖος
- πῡτῑναῖος, α, ον,A of a
πυτίνη, πτερά Ar.Av.798
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυτίνη, πτερά Ar.Av.798
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυτιναίος — αία, ον, Α αυτός που είναι πλεγμένος από τρυφερά κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυτίνη «φιάλη καλυμμένη με πλέγμα ιτιάς ή λυγαριάς» + κατάλ. αῖος* (πρβλ. δαφν αῖος)] … Dictionary of Greek
πυτιναῖα — πῡτῑναῖα , πυτιναῖος of a neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)